πρόπους

πρόπους
-οδος, ο, ΝΜΑ
1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα
2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες
το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές, με το γύρω έδαφος, αλλ. υπώρειες (α. «στους πρόποδες τής Πάρνηθας βρίσκονται οι Αχαρνές» β. «ὥσπερ καὶ οἱ τῆς Ὄθρυος πρόποδες», Στράβ.)
νεοελλ.
ζωολ. σαρκώδες άκρο που βρίσκεται στα κοιλιακά τμήματα τών προνυμφών τών λεπιδοπτέρων και άλλων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλα πόδια
2. αστέρας στο κάτω μέρος τού αστερισμού τών Διδύμων
3. φρ. α) «πρόπους τοίχου» — αντιστήριγμα τοίχου, αντέρεισμα
β) «πρόποδα μέλεα» — άσματα ψαλλόμενα από άτομα που προπορεύονταν σε πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πούς, ποδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόπους — one that has large feet masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόποδα — πρόπους one that has large feet neut nom/voc/acc pl πρόπους one that has large feet masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόδεσσι — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόδεσσιν — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόδων — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόποδας — πρόπους one that has large feet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόποδες — πρόπους one that has large feet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόποδι — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόποδος — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COTES aliis COTTES — COTES, aliis COTTES Africae promontorium in Mauritania Tingitana, in extremo freto situm, ut constat ex his Strabonis, postquam de freto actum: Ε᾿ντεῦθεν δὲ πρόπους ἔκκειταί τις ὕςτατος πρὸς δύσιν τῆς Μαυρουσίας, αἱ Κώτεις λεγόμεναι, i. e. Inde… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”